- πνευματιστής
- ο сторонник спиритизма, спирит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματιστής — ο, θηλ. πνευματίστρια, Ν οπαδός τού πνευματισμού, αυτός που ασχολείται με τα λεγόμενα πνευματιστικά φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατoς + ιστής, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. spititualiste. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη] … Dictionary of Greek
πνευματιστής — ο αυτός που ασχολείται με τα πνευματιστικά πειράματα ή ο οπαδός του πνευματισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνευματιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek